Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Μέρες γιορτινές


Μέρες γιορτινές

Η πόλη φόρεσε το μάλλινο παλτό της
Ποιος θα καταλάβει τη δική τους παγωνιά
Βοριάδες
Συνεφιασμένες νύχτες
Άναστρες
Τους έκλεισε την πόρτα η ζωή, κατάμουτρα
Να μετράνε συλλαβές
Να τραγουδάνε αγάπη
και μοναξιά
Περιμένοντας ν’ ανθίσει ένα λουλούδι του χειμώνα
Αψηφώντας τη μοίρα
Ελπίζοντας στο χρόνο
περιφρονώντας το θάνατο
Όπως το δέντρο με τα σπασμένα του κλωνάρια
απ’ την πολλή καρποφορία
Αντιστέκεται στον άνεμο
Γονατίζει
και μοιραία υποτάσσεται
Η πόλη στόλισε το δικό της δέντρο
και το δέντρο της πνίγεται
απ’ το ηλεκτρικό καλώδιο
και τα χρωματιστά ενώτια
Ποιος θα καταλάβει τη δική τους παγωνιά
Γύμνια, φτώχια, μοναξιά
Μετανάστες
Άστεγοι
Κρύα νύχτα σκοτεινή
Ποιος νοιάζεται;
Ο Αΐ Βασίλης έρχεται φορτωμένος
Αφθονία
Ο Βοριάς έρχεται σφυρίζοντας
Παγωνιά
Η πόλη κουμπώθηκε στο μάλλινο παλτό της
Περιμένοντας πρωτοχρονιά
Αυτοί τι περιμένουν;
Εμείς τι κάνουμε;

30 Δεκεμβρίου 2018
Γιάννης Ποταμιάνος


Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Στόνος και νόστος


Στόνος και νόστος   

Η ουράνια καταιγίδα μαίνεται
                          κι η γη μας μια βαρκούλα
Στροβιλίζεται στο αχανές των οριζόντων
          κοιτάζοντας κατάματα τη Χάρυβδη
Νοιώθεις τόσο μικρός ταξιδεύοντας
                             χωρίς Ιθάκη νοσταλγίας
Κι αυτό το σαπιοκάραβο να τρίζει!

Ουρανέ μη μας στέλνεις
                                       άλλα πεφταστέρια
Όχι άλλες ευχές,
                         δείξε μας το πρόσωπό σου
Όχι άλλους Λαιστρυγόνες,
                  δείξε μας το δρόμο της Ιθάκης
Μην μας στέλνεις άλλα σύννεφα
                  μας κρύβουν το πολικό αστέρα

                                                                                   Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Μονόδρομος


Μονόδρομος

Ο ιερέας στην Αυλίδα
                                    του υποσχέθηκε ταξίδι
Αρκεί του είπε να προσφέρει στους θεούς
        μια κούπα αίμα θυσιασμένου ονείρου
  για να φυσήξουν τα μελτέμια του Αιγαίου

Χάθηκαν όλοι οι σύντροφοι του
             κι η όμορφη πόλη έγινε συντρίμμια
Μεγάλη η σφαγή
        την πρώτη νύχτα που έπεσαν  τα τείχη
Οι οιμωγές ακούστηκαν
                                     και πέραν του Αιγαίου
Οι πλιατσικολόγοι δεν άφησαν
                         ούτε νόμισμα για το βαρκάρη
Κολυμπώντας περνούσε η φτωχολογιά
                                      τη λίμνη του Αχέροντα

Κι ύστερα ακολούθησαν Λωτοφάγοι,
                           Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες
κι ο νόστος της επιστροφής
           απ’ το ύστατο πέταγμα στα σύννεφα
Κι η ανάμνηση της Πηνελόπης
            να κουνάει στο λιμάνι το μαντίλι της
                        
Ράβε ξήλωνε περνούσε η ζωή
               περιμένοντας την ύστατη υποταγή
                                             στο αναπόφευκτο

Πολλά του τάξανε στο ξεκίνημα
μα επέστρεψε κομίζοντας 
                                   μόνο ένα μάτι Κύκλωπα
      και κάποιες ψευδαισθήσεις Λωτοφάγων

Κι αυτός ήρωας και πολυμήχανος ,
                                                   πως να γυρίσει
                με τέτοια φτωχά δώρα στην Ιθάκη;
Χρειάζονταν επειγόντως
                                          μια πράξη ηρωισμού

Ήταν λοιπόν, αναπόφευκτος μονόδρομος
                                   ο φόνος των μνηστήρων

                                           Γιάννης Ποταμιάνος

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Η ειρκτή

Η ειρκτή     

Είναι φαίνεται η άτεγκτη δικαιοσύνη
             έσχατη μεταμόρφωση της αδικίας,
το σιδηρούν προσωπείο της
                  έχει περιορισμένο οπτικό πεδίο
κι οι σιδερόφρακτοι της τάξης ιππότες της
καλπάζουν με παρωπίδες στο μονόδρομο
                                       που τους χαράχτηκε
Έτσι,
Κάποια μελανοφορούσα
                     μακρυφούστανη καθαρίστρια
οδηγείται σιδηροδέσμια με χειροπέδες
                                   στα ροζιασμένα χέρια
       σε δεκαετή κάθειρξη χωρίς αναστολή
Περιφρόνησε είπαν τάξη και ηθική
          πλαστογράφησε την ιερή σφραγίδα
Με δόλο είπαν αφού είχε προειδοποιηθεί
πως δικαίωμα στον καθαρισμό
                                     του ιερού απόπατου
έχουν μόνο οι απόφοιτοι της Έκτης
και όχι της Πέμπτης τάξης του Δημοτικού

Μα τα παιδιά στο σπίτι πεινούσαν
κι η δωρεάν παιδεία ήθελε τα έξοδά της

Το δίκαιο των άξιων και των αξιών
  επιτάσσει μόνο οι πιστοποιημένα άξιοι
να ‘χουν δικαίωμα στη βρώση
                                  και στην τεκνοποίηση
Ο φασισμός εισβάλει αθόρυβα
      απ’  την κερκόπορτα της αξιολόγησης

Μα τα παιδιά στο σπίτι πεινούσαν
κι η δωρεάν παιδεία ήθελε τα έξοδά της

Η επιβίωση έχει το δικό της δίκαιο
                                    και τη δική της ηθική
Κι η αγάπη της μάνας πέραν των ορίων
                                 της ψευτοηθικής τους
δικαιούται να διεκδικεί,
να αγωνίζεται, να αμφισβητεί
                και να ανατρέπει τους κανόνες

Η μακρυφούστανη μητέρα
                             η καθαρίστρια εκ Βόλου
οδηγήθηκε σιδηροδέσμια
                                   σε κάθειρξη δεκαετή
Η δικαιοσύνη κι η ευταξία θριάμβευαν
               στην ανάπηρη δημοκρατία μας

Γι αυτό κι εμείς βροντοφωνάζουμε
Αφήστε την εργαζόμενη Μητέρα ελεύθερη
                                          να μην καεί ο τόπος

                                    25 Νοεμβρίου 2018
                                                                        Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Παγίδα για ονειροπόλους


Παγίδα για ονειροπόλους

Στου δειλινού το κοκκινόχωμα
                                                      ο κουρνιαχτός
Τ’ άλογο παραπατάει απ’ την κούραση
                                                               στ’ αλώνι
Τυλιγμένη με την μαντήλα της η Περσεφόνη,
                                  βαθειά κάτω απ’ το χώμα
Ακούει να τρίζει ο ασβεστόλιθος στον ήλιο
                                       και θυμάται τον Ιούλιο, 
να λειώνει το καταμεσήμερο τις κερήθρες
                                              της αγριομέλισσας

Δίπλα της, σ’ υπόγειες στοές
       οι μυρμηγκοφωλιές γεμίζουν με σπαρτά
Αφουγκράζεται τον τυφλοπόντικα
                              να ροκανίζει τις πατατόριζες
Η ζωή εισχώρησε στα άδυτα του Άδη
                                                               σκέφτηκε
Με τόση αυθάδεια που να ‘βρει ησυχία
                                                         ο στοχασμός
Καιρός για δραπετεύσεις στ’ άστρα, είπε,
         και βγήκε στου δειλινού τον κουρνιαχτό,
έξω απ’ την σκοτεινή σπηλιά, παραδίπλα
                             του αλυσοδεμένου κέρβερου

Εκεί όπου έστησαν παγίδα για ονειροβάτες
                                                     του ανεξήγητου
Τώρα που πέφτει η νύχτα
       κι ένας ένας βγαίνουν στο φεγγαρόφωτο,
σκυφτοί μες στη σιωπή τους να κοιτάζουν
                             τις πυγολαμπίδες τ’ ουρανού
                στη μαρμαρυγή της απεραντοσύνης

Η νύχτα είναι παγίδα για ονειροπόλους
                                                                σκέφτηκε
πρώτα σε παγιδεύει στο όνειρο
            και μετά σε αλυσοδένει στο ανεξήγητο
Σου τάζει απαντήσεις  
                                   και σε κερνάει ερωτήματα
Κι άντε να πορευτείς μετά ως το ξημέρωμα
                               με λαιμοδέτη σου το άρρητο

Ούτε κιχ μη βγάλεις λογισμέ μου
αφουγκράσου καλύτερα του γκιώνη τη σιωπή
Άκουσε τον στεναγμό της νύχτας 
                      μπρος στη χλωμάδα της ανατολής
Βέβαια η μέρα στο σύμπαν είναι
                                              μια απέραντη νυχτιά
Είναι τόσο λίγο το φως της
                            για να λάμψουν τα μυστικά της

Ή μήπως και το Χάος δεν έχει μυστικά,
                                                          δεν έχει γνώση
Ή μπας κι είναι ολόκληρο ένα μυστικό
                                    κι είναι ολόκληρη η γνώση

Τ’ άστρα λάμπουν στη θανή τους, εσωστρεφή,
                                                    αυτοσαρκαζόμενα
Το γέλιο τους ταξιδεύει
                                  στους ωκεανούς του γαλαξία
σκορπούν απλόχερα από τα σωθικά τους 
                                                   ασήμι και χρυσάφι
κι άλλα πολλά ακόμα, πιο πολύτιμα,
                                   όπως κάρβουνο κι ασβέστη

Που θα κρυφτείς απόψε
                                         αγριόχοιρε του λογισμού
αμόλησε τα σκυλιά του ο Ωρίωνας
                                           πήραν τη μυρουδιά σου
κι είναι μεγάλη η δίψα για αίμα
                                στα οροπέδια του σύμπαντος

Τρέξε, κρύψου ξανά
                                   στη σπηλιά της Περσεφόνης
έστω και με τους τυφλοπόντικες δίπλα σου
                                     να ροκανίζουν πατατόριζες

                                               Γιάννης Ποταμιάνος

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Ατμομηχανή μεγάλων αποστάσεων


Ατμομηχανή μεγάλων αποστάσεων  

Η μεταπολίτευση
                       μας άφησε λευκή σελίδα
ολοφυρόμενους  
με ανεκπλήρωτα όνειρα
                                       στα πεζοδρόμια
αλλά και πείσμονες οπλομάχους
                                          του ανέφικτου

Μη μου μιλάς εμένα για σοσιαλισμό
στα φοιτητικά δωμάτια τον φούμαρα
με άφιλτρα τσιγάρα
                           κι αφίσες Τσε Γκεβάρα
Οραματίστηκα έφοδο στον ουρανό
                                    με όμορφες ιδέες
και μάτια φωτεινά να βλέπουν
       μέσα από τοίχους διάφανους
                        το δίκαιο μέλλοντός μας

Μη μου μιλάς εμένα για αλγηδόνα
Χρόνια πολλά ντυμένος
           τον βαθυκόκκινο μανδύα
                             περπάτησα στον ήλιο
κι αυτός με τα χρόνια ξεθώριασε
                         όπως και τα όνειρά μου
Κι όμως εγώ ο υψιπετής
        αλλά και πείσμων υψιπέτης 
                       επιμένω  να ονειρεύομαι
Πως αλλιώς
αφού το όνειρο δεν αρκεί
                  όσο περιορίζεται στη νύχτα

Γι αυτό λοιπόν η μέρα μας
         χρειάζεται επειγόντως
                                   νέα ονειροπόληση
Κι ο συρμός μας
μια κόκκινη ατμομηχανή
       για το ταξίδι μας στην άγρια δύση

                                12 Νοεμβρίου 2018
                                                                    Γιάννης Ποταμιάνος

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Τα έλυτρα της απουσίας


Τα έλυτρα της απουσίας  

Αυτός σμίλευε εκμαγεία
                       και κάθε είδους καλούπια
σκάλιζε και αφαιρούσε το μέσα έρμα
έτσι που η απουσία ελεύθερη
                                                     κι ανάερη
δίχως οστά και σάρκα,
          να βρίσκει το άδειο πρόσωπό της

Αυτός σμίλευε εκμαγεία
βούταγε το πινέλο του στων ανθρώπων
                                                      την ψυχή
και ζωγράφιζε στις μάσκες του
                            τη νοσταλγία του έρωτα

Λάξευε
πάντα από μέσα προς τα έξω
                                         τα καλούπια του
έτσι που η απουσία ν’ αποχτάει 
                                          το πρόσωπο της
κι η λάβα της ψυχής να ρέει
           στα ζυγωματικά των προσωπίδων

Όταν οι άλλοι μάζευαν μαρμαρόσκονη
                         απ’ τη σποδό των άστρων
κι έχτιζαν λαμπρά αγάλματα,
αυτός επέμενε
                       να σμιλεύει  μόνο εκμαγεία

Όταν οι άλλοι μάζευαν όμορφες λέξεις
και τις κολλούσαν
                       σαν ακροκέραμα στη στέγη
                         να λάμπουν στην ανατολή,
αυτός σμίλευε μόνο τα άδεια έλυτρα
                                                της απουσίας

Έσκαβε των ποταμών την κοίτη
                                και περίμενε τη βροχή
να πάρει υπόσταση ο χείμαρρος
                    στο δρόμο προς τη θάλασσα

Άνοιγε πάντα ένα καινούριο δρόμο
με πείσμα σμιλεύοντας τα εκμαγεία του

Όμως τον άνεμο δεν μπόραγε
                                               να τον πιάσει,
γιατί ο άνεμος δεν είναι απουσία
                                        είναι ουσία ζώσα
Κουβαλάει απ’ τα βουνά τις μνήμες
                                         των ονειροπόλων
την αλμύρα της θάλασσας
                      και το τραγούδι της φώκιας
Ο άνεμος είναι χορός
                                 κι αντάρτικο τραγούδι
 αρχέγονος πηλός
                 ζυμωμένος με ιδρώτα και αίμα

Έτσι έμεινε να σμιλεύει στα εκμαγεία του
           χαμόγελα, λύπη, πόθο, νοσταλγία
και να ελπίζει στα πουλιά
  να φέρουν τον άνεμο με τα φτερά τους

Στην υπογραφή του πάντα
              μια αδιόρατη κυματιστή γραμμή  
σημάδι προσμονής
                    του ανέμου των ονειροπόλων

Πως αλλιώς αφού
στο γρανιτένιο πρόσωπο της απουσίας
        ο άνεμος σμιλεύει το χαμόγελό σου

                                  Γιάννης Ποταμιάνος

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Ταξιδιώτης του φωτός


Ταξιδιώτης του φωτός

Πλαταίνει ο ορίζοντας
                  καθώς το καράβι της ποίησης
οιακίζει πλησίστιο
                       στης γλώσσας τον ωκεανό
Ο βιγλάτορας δεμένος στο κατάρτι
                                     ανιχνεύει το βυθό
κι ακούει τους ανέμους
                να παίζουν φλάουτο
                           στ’ αυτιά των κοχυλιών

Η γλώσσα είναι η θάλασσα
όπου το μυστήριο του βυθού αδελφώνει
        με την απεραντοσύνη του ορίζοντα
έτσι που η αφωνία να είναι καρπερή
                        και να γεννοβολάει κάλος
Απ τις θαλασσινές σπηλιές η φώκια
  στέλνει το μοιρολόγι της στον άνεμο
               για να κοινωνεί τη μοναξιά της
έτσι ακριβώς, γιατί η αγωνία του εγώ
με την κραυγή απαλύνεται
                       σε πληθυντική συναγωνία

Πως αλλιώς αφού
η συν-αίσθηση με το αλλότριο,
         η συνομιλία με το ανείπωτο
                    κι η συνουσία με το ποθητό
θρυμματίζουν τα εγώ στις ψηφίδες τους
και τα αναδομούν
         μειγνύοντας τα ψήγματά τους
              με την ελπίδα της αναγέννησης;


Η γλώσσα είναι έρημος
          κι ο ποιητής ταξιδιώτης του φωτός
περπατάει στους κατοπτρισμούς της,
           ξαγρυπνά στην αμφιλύκη της
                          ψηλαφίζοντας τ’ αστέρια
τουτέστιν
διαχέεται στην απεραντοσύνη της
                     συνομιλώντας με το άρρητο



Η γλώσσα είναι έρημος
έτσι που καβάλα στο στίχο να πορεύεσαι
                 διευρύνοντας και διερευνώντας
Η γλώσσα είναι έρημος
κι η ποίηση ένα ταξίδι στη απουσία της
             ψάχνοντας ελπίδα και συνεύρεση

Η γλώσσα είναι έρημος
              κι η μοναξιά ενδημικό πουλί της
που έχτισε φωλιά στο στήθος μου απόψε
             και κελαηδάει λυπητερό τραγούδι

                                                          Γιάννης Ποταμιάνος