Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Να με φωτίζεις με φεγγάρι


Να με φωτίζεις με φεγγάρι  

Μου λείπεις
        αλλά εγώ στη στέρησή σου λάμπω                                                 
σαν Ήλιος
         στις Αλκυονίδες μέρες του Γενάρη

Μου λείπεις, πως αλλιώς,
αφού είναι υπόσχεση το καταχείμωνο
                                                  η στέρηση
για τα μεγάλα καλοκαίρια
                                           που θα ‘ρθουν
Είναι υπόσχεση που στιλβώνει
                                      την απουσία σου
Όπως το ουράνιο τόξο
στο συννεφιασμένο ουρανό
                                   μετά την καταιγίδα

Μου λείπεις
    αλλά είναι μια νοσταλγία η στέρηση
που μας γαληνεύει
                          και μας τάζει ανάσταση
Γι αυτό ας φροντίσουμε τη σπορά μας
                    τα σπορεία μας περιμένουν
κι οι αλκυονίδες φεύγουν γρήγορα
τις παίρνει ο βοριάς
                                  στη χώρα του χιονιά 

Μου λείπεις  
κι εγώ ρακοσυλλέκτης μαζεύω
                                          τα ρετάλια μου
τα ράβω αερόστατο
                          για ν’ ανεβαίνω ουρανό
να σμιλεύω χαμόγελο στο σύννεφο

Μου λείπεις
γι’ αυτό μύστης επίμονος
                                         των λουλουδιών
                         ψάχνω την μυρουδιά σου
Γιατί πόσο να ζήσεις συγκαταβατικός
                                                στη στέρηση
Η απουσία κατακαίει τις πατούσες μου
                                                 σαν έρημος
Ας στιλβώνει τις νύχτες μου
                    πιο φωτεινές κι ονειροπόλες,
η αιθρία που λαμπρύνει τ’ άστρα
                          σχεδόν όσο τα μάτια σου


Μου λείπεις
κι εγώ με του φεγγαριού το λυχναράκι
                  ψάχνω να δω το πρόσωπό σου
Οι μνήμες τα θεμέλιά μου
Όμως σε σκοτεινά υπόγεια φυλαγμένες
               ανελέητα τις διαβρώνει ο χρόνος


Μου λείπεις
και σε χρειάζομαι απεγνωσμένα
    όχι σαν υπόσχεση αλλά ενσαρκωμένη
να μου κρατάς το χέρι
                      σ’ ένα περίπατο στ’ αστέρια
Ξέρεις
οι νύχτες του χειμώνα είναι σκοτεινές
                                              κι ατέλειωτες
κι η ποίηση ασώματη σαν πάχνη ορθρινή  
                              που διαλύεται στη μέρα

                                                                        Γιάννης Ποταμιάνος

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Το μήλο


Το μήλο  

Σ’ ένα δένδρο καταμεσής στον κάμπο
                             φωλιάζουν δυο πουλιά
Τα πουλιά τραγουδάνε ανέμελα
                χαίρονται και τρώνε ένα μήλο

Το αρπαχτικό ζωγραφίζει κύκλους
                                              στα σύννεφα
βλέπει τα πουλιά
                          τ’ ακούει να τραγουδάνε
φοβάται όμως το μήλο που μοιάζει
                                        με χειροβομβίδα

Τα πουλιά τρώνε και τραγουδάνε
τ’ αρπαχτικό πίσω απ’ το σύννεφο
                                                 παραφυλάει 

Τα πουλιά έφαγαν το μήλο
               το αρπαχτικό έφαγε τα πουλιά
Το αίμα τους πότισε τις ρίζες της μηλιάς

Και σαν ήρθε η άνοιξη
η μηλιά άνθησε κι έδεσε άλλο μήλο
                               κατακόκκινο σαν αίμα

Όλο το χειμώνα ζωή και  θάνατος
         κλωσούσαν στο χιόνι τα αυγά τους

                               11 Αυγούστου 2013
                               Γιάννης Ποταμιάνος