Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Πάρθιο βέλος

 


Πάρθιο βέλος   

 

Σε στάση εμβρυακή, κρύφτηκα

στις σκοτεινές γωνιές 

                                  της νοσταλγίας μου

Εκεί όπου βρήκαν καταφύγιο

οι νυχτερίδες

                         των παλιών ονείρων μου

 

Το έρκος των κυπαρισσιών

                                       ορίζει το σύνορο

Εκείθεν τα μνήματα των πόθων

κι εντεύθεν εγώ να ονειρεύομαι

                                  την ανάστασή τους

 

Κάπου ψηλά στ’ αστέρια

                                    το μεγάλο σκηνικό

Φωταγωγημένος πολυέλαιος

                         ο παντοκράτωρ ουρανός

κι η νοσταλγία μου προστάζει

                              δυσπιστία στο μέλλον

Η αδράνεια των πόθων μου

                                             ρίχνει άγκυρα

καθολική η αντίσταση στη φθορά

      να μην με παρασύρει η χρονοδίνη

 

Στο μάτι του κυκλώνα λίγη γαλήνη

Καιρός να αποσυρθούν οι τριήρεις

                                     στους νεώσοικους

Δεν καταλαβαίνω μα διαισθάνομαι

                                                 τον επίλογο

Μου κρύβεσαι στις σκοτεινές γωνιές

                                                 της άγνοιας

αθόρυβη κι αφώτιστη

                                 στις αμφισημίες σου

Όλα τα σύγχρονα κλειδιά δοκίμασα

                    κι ακόμα να σε ξεκλειδώσω

Μα εσύ κρατάς ζηλότυπα

                                         τα μυστικά σου

απλησίαστη και δισυπόστατη

        ξεφεύγεις απ’ τις κλειδαρότρυπες

Ακόμα κι η ευταξία που τακτοποιεί

                                         την τυχαιότητα

που κουβαλάει στα κάνιστρά της

                                       αρίφνητα άστρα

δεν μπορεί να φυλακίσει

                                  την αμφισημία σου

 

Όμως ευτυχώς το πάρθιο βέλος

       που μας έριξε ο έρωτας κατάστηθα

                                              ήταν εύστοχο

γι’ αυτό κλεισμένος στο καταφύγιο

              της νοσταλγίας μου σ’ αναπολώ

κι ας μη σε καταλαβαίνω σ’ αγαπώ ζωή

 

                               Γιάννης Ποταμιάνος

 


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Πολιτείες πιγκουίνων

 



      Πολιτείες πιγκουίνων  

 

Στα χέρια μου κρατώ ένα ρόδι

                          χιλιάδες σπόρια από αίμα

Μια χειροβομβίδα

                         στα θεμέλια του μέλλοντος

 

Με φουσκωμένο το στήθος πορεύομαι

σε σίγουρο μονοπάτι

                   που έχτισαν ροζιασμένα χέρια

ανάμεσα σε νεροσυρμές 

                                  που άνοιξαν οι καιροί

 

Όταν ξεσπούν οι καταιγίδες εγώ βγαίνω

               γυμνός στη βροχή και στο χαλάζι

Δεν έχω τίποτα να κρύψω από το θάνατο

έτσι κι αλλιώς

 με κατασκοπεύει απ’ την κλειδαρότρυπα

Κάθε βράδυ παραμονεύει τ’ όνειρά μου

Δεν φοβάμαι

με εύοσμο θυμίαμα στο καντηλάκι μου

                                       περιμένω την αυγή

Δεν φοβάμαι το σκοτάδι είναι φίλος

Η νύχτα και τα σκυλιά της με γνωρίζουν

 

Στα χέρια μου κρατώ ένα κόκκινο ρόδι

είναι τα ματωμένα ρούχα

                                      των συντρόφων μου

Στα χέρια μου κρατώ μια χειροβομβίδα

που θ’ ανατινάξει τις άδικες πολιτείες

                      των πιγκουίνων με τα σμόκιν

 

                                   Γιάννης Ποταμιάνος







Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Αφέγγαρες νύχτες

 

Αφέγγαρες νύχτες

 

Η καταιγίδα είναι

                          η αμφισβήτηση της τάξης

Το χαλάζι λιθοβολεί τον εφησυχασμό

Ο άνθρωπος φοβάται

                           τους δύσκολους καιρούς

τις αφέγγαρες νύχτες,

             τις σκοτεινές σπηλιές

                                      και τους θεούς του

Παρακαλάει, λατρεύει,  εκλιπαρεί

Ο άνθρωπος φοβάται την άγνοια

                       και στην άγνοια πορεύεται

      ψάχνοντας  το σημάδι του νοήματος

Αγναντεύει τους ορίζοντες, τη θάλασσα

                       τους ατέλειωτους δρόμους

Τα κύματα του τάζουν ταξίδι

Τα πουλιά του τάζουν ελευθερία

Όμως ένα κορμί 

                   τον αλυσοδένει στις ανάγκες

ένα κορμί άγκυρα

                      που τον κρατάει στο λιμάνι

Θέλει να σηκώσει τα πανιά

          τα πάθη του να γίνουν περιστέρια

Όπως λευκά στήθη κοριτσιών

                          που παίζουν με τον άνεμο

Ο άνθρωπος ο αταξίδευτος φοβάται

                            ακόμα και τον εαυτό του

Ο άνθρωπος που φοβάται να ταξιδέψει

                                                   ονειρεύεται

ψάχνει στα όνειρά του

                                  τον χαμένο του εαυτό

Το όνειρο είναι κι αυτό ταξίδι

τις αφέγγαρες νύχτες

                     που φωτίζει τα σκοτάδια μας

                                                       

                                                                                        Γιάννης  Ποταμιάνος





Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Η υπόσχεση


Η υπόσχεση
                                         Στον ΜιχάληΚατσαρό

Ο Αυτοκράτορας υποσχέθηκε
            να φοράει τρύπιο χιτώνα ανοιχτό
                                          χωρίς λαιμοδέτη
ώσπου να φύγουν οι Βάρβαροι
                                                 απ την πόλη
Κι έσπευσαν τότε οι αυλικοί
                 να ψάξουν τις ντουλάπες τους
για ιμάτια παλιά, σαρακοφαγωμένα
Κι όσοι δεν βρήκαν, αγόρασαν
           στα παλιατζίδικα παλιούς χιτώνες
Έριξαν στάχτη στα γένια τους
                       κι ώχρα στα πρόσωπά τους
Μεγάλο πένθος έπεσε στο παλάτι
      αλλά αυτοί οι Βάρβαροι ασυγκίνητοι
στρογγυλοκάθισαν στο φαγοπότι
         κι ας στενάζει στο ζυγό τους ο λαός

Πάντως η υπόσχεση δόθηκε,
                      σαν θα φύγουν οι Βάρβαροι
ο Αυτοκράτορας θα φορέσει ξανά
                             τη λαμπερή του φορεσιά
κι ο λαός με υπομονή,
                 ας ελπίζει στα χαμένα μεγαλεία
τις αστραφτερές φορεσιές
                    με τους όμορφους λαιμοδέτες

Όμως κάποιοι αιρετικοί
                               κηρύττουν επανάσταση
τόσους αιώνες υποταγή, λένε,
κι ακόμα είμαστε δούλοι των Βαρβάρων
Όσοι άρχοντες αναδείχτηκαν
                   καταπάτησαν τη βούλησή μας
υποτάχτηκαν πρόθυμα στον κατακτητή
Και πως του Αυτοκράτορα
                                ο τρύπιος χιτώνας, λένε,
συμβολίζει την υποταγή του
                      στη βούληση των Βαρβάρων

Όμως κάποιοι ανυπότακτοι ιεροσυλούν
κι  επιμένουν  
                     να σπέρνουν ατίθασα όνειρα
Οσμές εξέγερσης, λένε,
                                     πως φέρνει ο Νοτιάς
Λένε πως,
βροντές κι εκρήξεις ακούγονται
                                          κάπου στον Βορά
Και πως κάποιο άστρο τ’ ουρανού
         άλλαξε πορεία στην ερεβώδη νύχτα
κι έρχεται κατά δω δείχνοντας
                               το δρόμο της Ανατολής

Κι οι φήμες λένε πως κάποιοι αιρετικοί
    πως κάποιοι ανυπότακτοι ετοιμάζονται
να διώξουν τον Αυτοκράτορα,
           τους Αυλικούς και τους Βαρβάρους

Φαίνεται θα κυλήσει πολύ αίμα πάλι
                          στα πεζοδρόμια της Πόλης

Έτσι ακριβώς Μιχάλη,
 αφού η Λευτεριά είναι της εξέγερσης
             κι απαιτεί της καταιγίδας την οργή

                                       Γιάννης Ποταμιάνος