Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Η ειρκτή

Η ειρκτή     

Είναι φαίνεται η άτεγκτη δικαιοσύνη
             έσχατη μεταμόρφωση της αδικίας,
το σιδηρούν προσωπείο της
                  έχει περιορισμένο οπτικό πεδίο
κι οι σιδερόφρακτοι της τάξης ιππότες της
καλπάζουν με παρωπίδες στο μονόδρομο
                                       που τους χαράχτηκε
Έτσι,
Κάποια μελανοφορούσα
                     μακρυφούστανη καθαρίστρια
οδηγείται σιδηροδέσμια με χειροπέδες
                                   στα ροζιασμένα χέρια
       σε δεκαετή κάθειρξη χωρίς αναστολή
Περιφρόνησε είπαν τάξη και ηθική
          πλαστογράφησε την ιερή σφραγίδα
Με δόλο είπαν αφού είχε προειδοποιηθεί
πως δικαίωμα στον καθαρισμό
                                     του ιερού απόπατου
έχουν μόνο οι απόφοιτοι της Έκτης
και όχι της Πέμπτης τάξης του Δημοτικού

Μα τα παιδιά στο σπίτι πεινούσαν
κι η δωρεάν παιδεία ήθελε τα έξοδά της

Το δίκαιο των άξιων και των αξιών
  επιτάσσει μόνο οι πιστοποιημένα άξιοι
να ‘χουν δικαίωμα στη βρώση
                                  και στην τεκνοποίηση
Ο φασισμός εισβάλει αθόρυβα
      απ’  την κερκόπορτα της αξιολόγησης

Μα τα παιδιά στο σπίτι πεινούσαν
κι η δωρεάν παιδεία ήθελε τα έξοδά της

Η επιβίωση έχει το δικό της δίκαιο
                                    και τη δική της ηθική
Κι η αγάπη της μάνας πέραν των ορίων
                                 της ψευτοηθικής τους
δικαιούται να διεκδικεί,
να αγωνίζεται, να αμφισβητεί
                και να ανατρέπει τους κανόνες

Η μακρυφούστανη μητέρα
                             η καθαρίστρια εκ Βόλου
οδηγήθηκε σιδηροδέσμια
                                   σε κάθειρξη δεκαετή
Η δικαιοσύνη κι η ευταξία θριάμβευαν
               στην ανάπηρη δημοκρατία μας

Γι αυτό κι εμείς βροντοφωνάζουμε
Αφήστε την εργαζόμενη Μητέρα ελεύθερη
                                          να μην καεί ο τόπος

                                    25 Νοεμβρίου 2018
                                                                        Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Παγίδα για ονειροπόλους


Παγίδα για ονειροπόλους

Στου δειλινού το κοκκινόχωμα
                                                      ο κουρνιαχτός
Τ’ άλογο παραπατάει απ’ την κούραση
                                                               στ’ αλώνι
Τυλιγμένη με την μαντήλα της η Περσεφόνη,
                                  βαθειά κάτω απ’ το χώμα
Ακούει να τρίζει ο ασβεστόλιθος στον ήλιο
                                       και θυμάται τον Ιούλιο, 
να λειώνει το καταμεσήμερο τις κερήθρες
                                              της αγριομέλισσας

Δίπλα της, σ’ υπόγειες στοές
       οι μυρμηγκοφωλιές γεμίζουν με σπαρτά
Αφουγκράζεται τον τυφλοπόντικα
                              να ροκανίζει τις πατατόριζες
Η ζωή εισχώρησε στα άδυτα του Άδη
                                                               σκέφτηκε
Με τόση αυθάδεια που να ‘βρει ησυχία
                                                         ο στοχασμός
Καιρός για δραπετεύσεις στ’ άστρα, είπε,
         και βγήκε στου δειλινού τον κουρνιαχτό,
έξω απ’ την σκοτεινή σπηλιά, παραδίπλα
                             του αλυσοδεμένου κέρβερου

Εκεί όπου έστησαν παγίδα για ονειροβάτες
                                                     του ανεξήγητου
Τώρα που πέφτει η νύχτα
       κι ένας ένας βγαίνουν στο φεγγαρόφωτο,
σκυφτοί μες στη σιωπή τους να κοιτάζουν
                             τις πυγολαμπίδες τ’ ουρανού
                στη μαρμαρυγή της απεραντοσύνης

Η νύχτα είναι παγίδα για ονειροπόλους
                                                                σκέφτηκε
πρώτα σε παγιδεύει στο όνειρο
            και μετά σε αλυσοδένει στο ανεξήγητο
Σου τάζει απαντήσεις  
                                   και σε κερνάει ερωτήματα
Κι άντε να πορευτείς μετά ως το ξημέρωμα
                               με λαιμοδέτη σου το άρρητο

Ούτε κιχ μη βγάλεις λογισμέ μου
αφουγκράσου καλύτερα του γκιώνη τη σιωπή
Άκουσε τον στεναγμό της νύχτας 
                      μπρος στη χλωμάδα της ανατολής
Βέβαια η μέρα στο σύμπαν είναι
                                              μια απέραντη νυχτιά
Είναι τόσο λίγο το φως της
                            για να λάμψουν τα μυστικά της

Ή μήπως και το Χάος δεν έχει μυστικά,
                                                          δεν έχει γνώση
Ή μπας κι είναι ολόκληρο ένα μυστικό
                                    κι είναι ολόκληρη η γνώση

Τ’ άστρα λάμπουν στη θανή τους, εσωστρεφή,
                                                    αυτοσαρκαζόμενα
Το γέλιο τους ταξιδεύει
                                  στους ωκεανούς του γαλαξία
σκορπούν απλόχερα από τα σωθικά τους 
                                                   ασήμι και χρυσάφι
κι άλλα πολλά ακόμα, πιο πολύτιμα,
                                   όπως κάρβουνο κι ασβέστη

Που θα κρυφτείς απόψε
                                         αγριόχοιρε του λογισμού
αμόλησε τα σκυλιά του ο Ωρίωνας
                                           πήραν τη μυρουδιά σου
κι είναι μεγάλη η δίψα για αίμα
                                στα οροπέδια του σύμπαντος

Τρέξε, κρύψου ξανά
                                   στη σπηλιά της Περσεφόνης
έστω και με τους τυφλοπόντικες δίπλα σου
                                     να ροκανίζουν πατατόριζες

                                               Γιάννης Ποταμιάνος

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Ατμομηχανή μεγάλων αποστάσεων


Ατμομηχανή μεγάλων αποστάσεων  

Η μεταπολίτευση
                       μας άφησε λευκή σελίδα
ολοφυρόμενους  
με ανεκπλήρωτα όνειρα
                                       στα πεζοδρόμια
αλλά και πείσμονες οπλομάχους
                                          του ανέφικτου

Μη μου μιλάς εμένα για σοσιαλισμό
στα φοιτητικά δωμάτια τον φούμαρα
με άφιλτρα τσιγάρα
                           κι αφίσες Τσε Γκεβάρα
Οραματίστηκα έφοδο στον ουρανό
                                    με όμορφες ιδέες
και μάτια φωτεινά να βλέπουν
       μέσα από τοίχους διάφανους
                        το δίκαιο μέλλοντός μας

Μη μου μιλάς εμένα για αλγηδόνα
Χρόνια πολλά ντυμένος
           τον βαθυκόκκινο μανδύα
                             περπάτησα στον ήλιο
κι αυτός με τα χρόνια ξεθώριασε
                         όπως και τα όνειρά μου
Κι όμως εγώ ο υψιπετής
        αλλά και πείσμων υψιπέτης 
                       επιμένω  να ονειρεύομαι
Πως αλλιώς
αφού το όνειρο δεν αρκεί
                  όσο περιορίζεται στη νύχτα

Γι αυτό λοιπόν η μέρα μας
         χρειάζεται επειγόντως
                                   νέα ονειροπόληση
Κι ο συρμός μας
μια κόκκινη ατμομηχανή
       για το ταξίδι μας στην άγρια δύση

                                12 Νοεμβρίου 2018
                                                                    Γιάννης Ποταμιάνος

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Τα έλυτρα της απουσίας


Τα έλυτρα της απουσίας  

Αυτός σμίλευε εκμαγεία
                       και κάθε είδους καλούπια
σκάλιζε και αφαιρούσε το μέσα έρμα
έτσι που η απουσία ελεύθερη
                                                     κι ανάερη
δίχως οστά και σάρκα,
          να βρίσκει το άδειο πρόσωπό της

Αυτός σμίλευε εκμαγεία
βούταγε το πινέλο του στων ανθρώπων
                                                      την ψυχή
και ζωγράφιζε στις μάσκες του
                            τη νοσταλγία του έρωτα

Λάξευε
πάντα από μέσα προς τα έξω
                                         τα καλούπια του
έτσι που η απουσία ν’ αποχτάει 
                                          το πρόσωπο της
κι η λάβα της ψυχής να ρέει
           στα ζυγωματικά των προσωπίδων

Όταν οι άλλοι μάζευαν μαρμαρόσκονη
                         απ’ τη σποδό των άστρων
κι έχτιζαν λαμπρά αγάλματα,
αυτός επέμενε
                       να σμιλεύει  μόνο εκμαγεία

Όταν οι άλλοι μάζευαν όμορφες λέξεις
και τις κολλούσαν
                       σαν ακροκέραμα στη στέγη
                         να λάμπουν στην ανατολή,
αυτός σμίλευε μόνο τα άδεια έλυτρα
                                                της απουσίας

Έσκαβε των ποταμών την κοίτη
                                και περίμενε τη βροχή
να πάρει υπόσταση ο χείμαρρος
                    στο δρόμο προς τη θάλασσα

Άνοιγε πάντα ένα καινούριο δρόμο
με πείσμα σμιλεύοντας τα εκμαγεία του

Όμως τον άνεμο δεν μπόραγε
                                               να τον πιάσει,
γιατί ο άνεμος δεν είναι απουσία
                                        είναι ουσία ζώσα
Κουβαλάει απ’ τα βουνά τις μνήμες
                                         των ονειροπόλων
την αλμύρα της θάλασσας
                      και το τραγούδι της φώκιας
Ο άνεμος είναι χορός
                                 κι αντάρτικο τραγούδι
 αρχέγονος πηλός
                 ζυμωμένος με ιδρώτα και αίμα

Έτσι έμεινε να σμιλεύει στα εκμαγεία του
           χαμόγελα, λύπη, πόθο, νοσταλγία
και να ελπίζει στα πουλιά
  να φέρουν τον άνεμο με τα φτερά τους

Στην υπογραφή του πάντα
              μια αδιόρατη κυματιστή γραμμή  
σημάδι προσμονής
                    του ανέμου των ονειροπόλων

Πως αλλιώς αφού
στο γρανιτένιο πρόσωπο της απουσίας
        ο άνεμος σμιλεύει το χαμόγελό σου

                                  Γιάννης Ποταμιάνος