Παγίδα για ονειροπόλους
Στου
δειλινού το κοκκινόχωμα
ο κουρνιαχτός
Τ’
άλογο παραπατάει απ’ την κούραση
στ’ αλώνι
Τυλιγμένη
με την μαντήλα της η Περσεφόνη,
βαθειά κάτω
απ’ το χώμα
Ακούει
να τρίζει ο ασβεστόλιθος στον ήλιο
και θυμάται τον
Ιούλιο,
να
λειώνει το καταμεσήμερο τις κερήθρες
της αγριομέλισσας
Δίπλα
της, σ’ υπόγειες στοές
οι
μυρμηγκοφωλιές γεμίζουν με σπαρτά
Αφουγκράζεται
τον τυφλοπόντικα
να ροκανίζει τις πατατόριζες
Η
ζωή εισχώρησε στα άδυτα του Άδη
σκέφτηκε
Με
τόση αυθάδεια που να ‘βρει ησυχία
ο
στοχασμός
Καιρός
για δραπετεύσεις στ’ άστρα, είπε,
και
βγήκε στου δειλινού τον κουρνιαχτό,
έξω
απ’ την σκοτεινή σπηλιά, παραδίπλα
του αλυσοδεμένου κέρβερου
Εκεί
όπου έστησαν παγίδα για ονειροβάτες
του ανεξήγητου
Τώρα
που πέφτει η νύχτα
κι
ένας ένας βγαίνουν στο φεγγαρόφωτο,
σκυφτοί
μες στη σιωπή τους να κοιτάζουν
τις πυγολαμπίδες τ’ ουρανού
στη
μαρμαρυγή της απεραντοσύνης
Η
νύχτα είναι παγίδα για ονειροπόλους
σκέφτηκε
πρώτα
σε παγιδεύει στο όνειρο
και μετά σε αλυσοδένει στο ανεξήγητο
Σου
τάζει απαντήσεις
και σε
κερνάει ερωτήματα
Κι
άντε να πορευτείς μετά ως το ξημέρωμα
με λαιμοδέτη σου
το άρρητο
Ούτε
κιχ μη βγάλεις λογισμέ μου
αφουγκράσου
καλύτερα του γκιώνη τη σιωπή
Άκουσε
τον στεναγμό της νύχτας
μπρος στη χλωμάδα της
ανατολής
Βέβαια
η μέρα στο σύμπαν είναι
μια απέραντη νυχτιά
Είναι
τόσο λίγο το φως της
για να λάμψουν τα
μυστικά της
Ή
μήπως και το Χάος δεν έχει μυστικά,
δεν έχει γνώση
Ή
μπας κι είναι ολόκληρο ένα μυστικό
κι είναι
ολόκληρη η γνώση
Τ’
άστρα λάμπουν στη θανή τους, εσωστρεφή,
αυτοσαρκαζόμενα
Το
γέλιο τους ταξιδεύει
στους
ωκεανούς του γαλαξία
σκορπούν
απλόχερα από τα σωθικά τους
ασήμι και χρυσάφι
κι
άλλα πολλά ακόμα, πιο πολύτιμα,
όπως
κάρβουνο κι ασβέστη
Που
θα κρυφτείς απόψε
αγριόχοιρε του
λογισμού
αμόλησε
τα σκυλιά του ο Ωρίωνας
πήραν τη μυρουδιά σου
κι
είναι μεγάλη η δίψα για αίμα
στα οροπέδια
του σύμπαντος
Τρέξε,
κρύψου ξανά
στη σπηλιά της
Περσεφόνης
έστω
και με τους τυφλοπόντικες δίπλα σου
να ροκανίζουν πατατόριζες
Γιάννης Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου