Στο φεγγαρόφωτο οι σκιές μακραίνουν
Με
την άκρη των δακτύλων σου
τον
πόνο που ‘χεις μες στα φυλλοκάρδια σου
ψηλάφισε
ρίξε
τον στο χαρτί ζωγράφισέ τον
με τ’ ασημένιο φως του
φεγγαριού
Κανείς
δεν θα σε καταλάβει
έτσι
κι αλλιώς
στο φεγγαρόφωτο οι σκιές μακραίνουν
αλυχτάνε
τα σκυλιά
και χλιμιντρίζουν τ’ άλογα
στο
ξέφωτο του δάσους
Στην
ερημιά του κάμπου
το
κάρο που ‘ρχεται από μακριά
μας φέρνει κουρασμένους
ταξιδιώτες
Ένα
κορίτσι στ’ απέναντι παράθυρο
αναστενάζει
ποτίζει
το βασιλικό της μοναξιά
κι αυτός φουντώνει
σγουρομάλλης
έτσι
που μοσχοβολάει η γειτονιά καημό
Αυτά
τα σπίτια με τα κόκκινα κεραμίδια
στον ανήφορο
αγκομαχούν
κουβαλώντας χρόνια δίσεκτα
Με
ανοιχτή την πόρτα τους όλο στοργή πάντα
μας
προσμένουν
κι
ας διαδίδει ο άνεμος πως είναι ακατάδεκτα
Τα
μεγάλα σπίτια τα’ παλιά
που πάντα περιμένουν
καβαλάρηδες
και μέσα τους τα τρώει
το σαράκι
Όμως
στη σκεπή τους κουρνιάζουν
πουλιά
και φίδια
να χάνει ο θάνατος το
δρόμο του
καθώς αλώνει η ζωή την ερημιά της
ύλης
έτσι
που να ξαναβρίσκει ο κύκλος την αρχή του
Ένα
κορίτσι στο παράθυρο
σε σπίτι παλιό που τρίζει,
αναστενάζει
ποτίζει
τον σγουρό βασιλικό
κι
ονειρεύεται τους καβαλάρηδες που θα ‘ρθουν
Σπίτια
παλιά με πουλιά και φίδια
στις σκεπές τους
με
μια κόρη κι ένα σγουρό βασιλικό
στο παραθύρι τους
κουβαλούν
μες τα χρόνια,
αγάπη για ζωή και έρωτα
έτσι για να χάνει ο θάνατος το δρόμο του
στο
φεγγαρόφωτο όπου αλυχτάνε τα σκυλιά
και
οι σκιές μακραίνουν
Γιάννης Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου