Επέκεινα των ορίων μου
Στη
στίλβη της φεγγαρόχαρης νύχτας
υπνοβατώ,
τις
ονειρώδεις οπτασίες μου
κλώθοντας
στο
μάρσιπο της συνείδησης μου
Υψιπετώ
στις απάτητες βουνοκορφές
του
κόσμου
ρεμβώδης,
απειρολάτρης
ουρανοπρεπής
δόξασμα
στο μάτι του αετού,
ψαλίδι στην ουρά χελιδονιού,
ξάφνιασμα
στην καρδιά του τρωκτικού,
χαραγματιά
στο συνεχές του χρόνου
Κι’
όταν με ξόρκι δυσανάγνωστο
θρυμματίζω
τη
λουλουδένια συμμετρία
της νιφάδας του χιονιού,
κυλάει
το ασύμμετρο
συννεφένιο δάκρυ
Και
βροντερός, κεραυνόηχος επιβήτορας
της μάνα γης
ρέων,
εισχωρώ βαθιά
στις
πέτρες,
κελαρύζοντας
στις κρήνες των νυμφών,
γίνομαι
νάμα
να μπαίνω στο αίμα
των φυτών
και λουλουδιών,
γίνομαι
γλυκός καρπός, άρωμα,
χρώμα, μουσική
Έτσι
ανυψώνω
το φθαρτό μου
σε αιωνιότητα
καθηλώνω
το χρόνο και γίνομαι ζωή
Στη
θάλασσα της πολυπλοκότητας
του κόσμου αρμενίζω
ώσπου
βρίσκω τη ρώτα μου
και γίνομαι ύπαρξη
ταπεινό
βοτσαλάκι της ακτής
αυτού
του κόσμου
του μικρού του μέγα
Όπου,
ζωή και θάνατος κτίζουν
το
αέναο Είναι
Όμως
αφού όριό μου ο θάνατος
Επέκεινα
των ορίων μου
η αιωνιότητα
Έτσι
ακριβώς
Αφού
Επέκεινα
του φθαρτού η αναγέννηση
Στο
δέντρο του θανάτου κελαηδά
η αθανασία
2 Μαΐου 2011
Γιάννης Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου