Θ’ ανθίσουν και φέτος οι κερασιές
στην Ουκρανία;
Ομίχλη και καπνός,
γυμνά δέντρα να δέονται στον ουρανό
Γόος και οιμωγές
το δάκρυ αβίαστα να κυλάει στα ζυγωματικά
Γυναίκες, παιδιά και γέροι σε απόγνωση
το πρόσωπο του πολέμου αποτρόπαιο
Γιατί, γιατί,
το γιατί της μάνας που θρηνεί
ένα άψυχο σώμα παιδικό
Ο πόλεμος δυνάστης των λαών
πάλι με οδύνες γεννάει η ιστορία
τερατογένεση
Και κάπου εκεί κοντά στον Καύκασο
ο Προμηθέας
μετανιώνει που ‘δωσε τη φωτιά στον Άνθρωπο
Αχ Homo sapiens άφρονα
που απειλείς αυτοχειρία
τώρα που λειώνουν τα χιόνια
και φουσκώνουν τα ποτάμια
εσύ γκρεμίζεις τις γέφυρες
Αχ Homo sapiens άφρονα χωρίς γέφυρες
πως θα διαβείς απέναντι;
Γλώσσες πύρινες, εκρήξεις, δάκρυα και θάνατος
Αχ Homo sapiens απ’ τις σπηλιές
στα υπόγεια καταφύγια μαζί με τα ποντίκια
κρύβεσαι τώρα
Παιδιά, γυναίκες στην προσφυγιά
στα λεωφορεία και τα τρένα
στίφη απελπισμένων
Φόβος, δάκρυα πόνος και θάνατος
που να κρυφτείς ποιητή, πως να φυγοδικήσεις
Ερείπια, ομίχλη και καπνός,
βόμβες, τανκς κι αεροπλάνα
Χέρια απλωμένα που δέονται συμπόνια
Αχ ουρανέ αδιάφορε και άπονε
Κι εσύ άνοιξη της ομίχλης και του καπνού
πότε επιτέλους θ’ ανθίσουν τα λουλούδια σου;
Να γαληνέψει η ψυχή, η να γίνει ομορφιά βάλσαμο
νοσταλγία η ανθισμένη κερασιά
Δυο μεγάλα μάτια παιδικά
δυο γαλάζια μάτια βουρκωμένα
κοιτούν μ’ απορία το φεγγάρι
Είναι χλομό απόψε το φεγγάρι
είναι αβέβαιο το μέλλον που τα περιμένει
Κι εσύ ποιητή πως θα κοιμηθείς απόψε
οι στίχοι σου στοιχειωμένοι
και τ’ όνειρά σου εφιάλτες
Κι ελπίδα χλωμή χαμένη μαζί με το χλωμό φεγγάρι
στην ομίχλη
Στην Ουκρανία αρνούνται ν’ ανθίσουν οι κερασιές
έχει πολλή ομίχλη φέτος
κι η άνοιξη αρνείται να φανεί
Γιάννης
Ποταμιάνος
στην Ουκρανία;
Ομίχλη και καπνός,
γυμνά δέντρα να δέονται στον ουρανό
Γόος και οιμωγές
το δάκρυ αβίαστα να κυλάει στα ζυγωματικά
Γυναίκες, παιδιά και γέροι σε απόγνωση
το πρόσωπο του πολέμου αποτρόπαιο
Γιατί, γιατί,
το γιατί της μάνας που θρηνεί
ένα άψυχο σώμα παιδικό
Ο πόλεμος δυνάστης των λαών
πάλι με οδύνες γεννάει η ιστορία
τερατογένεση
Και κάπου εκεί κοντά στον Καύκασο
ο Προμηθέας
μετανιώνει που ‘δωσε τη φωτιά στον Άνθρωπο
που απειλείς αυτοχειρία
τώρα που λειώνουν τα χιόνια
και φουσκώνουν τα ποτάμια
εσύ γκρεμίζεις τις γέφυρες
Αχ Homo sapiens άφρονα χωρίς γέφυρες
πως θα διαβείς απέναντι;
Γλώσσες πύρινες, εκρήξεις, δάκρυα και θάνατος
Αχ Homo sapiens απ’ τις σπηλιές
στα υπόγεια καταφύγια μαζί με τα ποντίκια
κρύβεσαι τώρα
στα λεωφορεία και τα τρένα
στίφη απελπισμένων
Φόβος, δάκρυα πόνος και θάνατος
που να κρυφτείς ποιητή, πως να φυγοδικήσεις
Ερείπια, ομίχλη και καπνός,
βόμβες, τανκς κι αεροπλάνα
Χέρια απλωμένα που δέονται συμπόνια
Αχ ουρανέ αδιάφορε και άπονε
Κι εσύ άνοιξη της ομίχλης και του καπνού
πότε επιτέλους θ’ ανθίσουν τα λουλούδια σου;
Να γαληνέψει η ψυχή, η να γίνει ομορφιά βάλσαμο
νοσταλγία η ανθισμένη κερασιά
δυο γαλάζια μάτια βουρκωμένα
κοιτούν μ’ απορία το φεγγάρι
Είναι χλομό απόψε το φεγγάρι
είναι αβέβαιο το μέλλον που τα περιμένει
οι στίχοι σου στοιχειωμένοι
και τ’ όνειρά σου εφιάλτες
Κι ελπίδα χλωμή χαμένη μαζί με το χλωμό φεγγάρι
στην ομίχλη
έχει πολλή ομίχλη φέτος
κι η άνοιξη αρνείται να φανεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου