Η καρδιά μας σταμάτησε στο Έσσεξ
Τα
φορτηγά ψυγεία στριγγλίζουν
στους μεγάλους δρόμους της Ευρώπης
Άνθρωποι
σφιχταγκαλιασμένοι
στα παγωμένα σωθικά τους
ικετεύουν
μια ανάσα
Φόβος
και απόγνωση καλά κρυμμένα
στα φύλλα της καρδιάς
και
κάπου σ’ αυτή την παγωνιά
η ελπίδα ψάχνει ζεστασιά
σ’
άγνωστο παγωμένο χέρι
Σίγουρα
αυτός που τρέμει δίπλα μου
χρειάζεται να μου κρατά το
χέρι
Κι
εγώ ένα πουλί που τρέμει
με το δάκρυ στο βλέφαρό μου παγωμένο
Μα
ο αέρας τελειώνει κι η πόρτα
είναι ερμητικά κλεισμένη
Ήλιε
της πατρίδας μου
σ’ έχω ακόμα στην καρδιά
μου
Πως
η τόση θαλπωρή
κι η τόση ομορφιά σου
χάθηκαν
για πάντα
Κι
εγώ πως βρέθηκα σ’ ένα ψυγείο φορτηγό
ν’ αργοπεθαίνω
στους δρόμους της Ευρώπης;
Μάνα
συγνώμη που δεν τα κατάφερα,
ήταν ψεύτικο το όνειρο που μου ‘ταξαν
Κι
εσύ τυφλή ελπίδα νεογέννητο γατάκι
ακόμα
να ψάχνεις στο στήθος μου
μια ζεστή
γωνιά
Το
φορτηγό σταμάτησε
Που
να βρισκόμαστε αλήθεια τώρα
σε κάποιο λιμάνι, σε κάποιο
πλοίο;
Μα
η πόρτα δεν ανοίγει όσο κι αν χτυπάμε
κι εγώ παγώνω
Το
χέρι που κρατάει το δικό μου
έπαψε από ώρα να με
σφίγγει
Μ’
ένα παγωμένο πουλί στη φούχτα μου
ανεβαίνω
στ’ άστρα
Έχω
ανάγκη από ‘να ήλιο νοητό
σ’ αυτή την παγωμένη σπηλιά θανάτου
Το
φορτηγό, όπως κι η καρδιά μας
σταμάτησαν
στο Έσσεξ
26
Οκτωβρίου 2019
Γιάννης Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου