Και το νησί οφθαλμαπάτη
Κάποτε
έκτισε έναν κόσμο
αλλά
ψάχνει την υπόστασή του
στον κάμπο
στην
άγρια βλάστηση
και το τραγούδι των
πουλιών
Στο
ποτάμι που ρέει
πάντα ίδιο κι ωστόσο διαφορετικό
Κάποτε
έκτισε έναν κόσμο
Στην
αρχέγονη μνήμη του καλά κρυμμένη
η γοητεία του άγριου
ζώου
το
φρέσκο αίμα
κι η γλυκιά γεύση του ώριμου καρπού
Κάποτε
έζησε σ’ ένα κόσμο
με
την αιωνιότητα κλεισμένη σ’ ένα μήλο
και
τη γυναίκα να το κρατάει
στην
παλάμη της
Με
τη γυναίκα
να
του προσφέρει πόνο
κι αυτός να καταλαβαίνει έρωτα
αναστάσιμο και ζείδωρο
Κάποτε
έκανε ένα ταξίδι
με
το αεράκι να τραγουδάει νοσταλγία
και το πανί του φουσκωμένο όνειρα
για
πέρα απ’ τον κάμπο
εκεί που το ποτάμι
οδηγεί
στο
πάντα αέναο και το μελλοντικό
Στη
θάλασσα
και το νησί που τον προσμένει
Κάποτε
πίστεψε σ’ ένα νησί
Με
το κύμα να παφλάζει
και τ’ όνειρο πουλί που ταξιδεύει
Κάποτε
έκτισε κι αυτός έναν κόσμο
Κάποτε
αγάπησε κι αυτός έναν κόσμο
Γι’
αυτό γαντζωμένος
στο βράχο της ακτής
αντιστέκεται
Η
παλίρροια έρχεται να τον πάρει
για τον νησί της αμεριμνησίας
και το νησί οφθαλμαπάτη
Μόνο
η θάλασσα υπάρχει
εκεί
ακριβώς που θα χαθεί
εκεί ακριβώς που γεννήθηκε
Κάποτε
κι αυτός έζησε σ’ έναν κόσμο
κι ο κόσμος του οφθαλμαπάτη
Η
παλίρροια τον φθάνει
αλλά
αυτός ακόμα κολυμπάει
νοσταλγεί
Αχ!
Πόσο βαθιά αγάπησε
τις αυταπάτες
του!
Γιάννης Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου