Του χωριού μας ο τρελός
Έτρεχε
στους κονισαλέους δρόμους
του
χωριού μας ο τρελός
φωτεινός
κι αγέρωχος
με
μια κοντή ποδιά χωρίς βρακί και ζώνη
Είχε
το κεφάλι του ξυρισμένο
κι
ένα πλατύ χαμόγελο
στο στραβό του πρόσωπο
Κάθε
απόγευμα
έβγαινε
στους χωματόδρομους
του χωριού μας ο τρελός
κι
όταν τα παιδιά έτρεχαν ξοπίσω του
να
κοροϊδεύουν
αυτός
σήκωνε την ποδιά δείχνοντας
τ’ αχαμνά του
κι
ορμούσε ξανά μπροστά κουτσαίνοντας
μ’
ένα πουλί να κελαηδά
μες
στο κεφάλι του
Ξυπόλητος
ανέβαινε το δρόμο
του χωριού μας ο
τρελός
κι
ο ήλιος φώτιζε το πρόσωπό του
Έδινε
παράσταση στα παιδιά
που
έτρεχαν ξοπίσω του
θρυμματίζοντας
τη μοναξιά του
Περπάταγε
σαν μαριονέτα
του
χωριού μας ο τρελός
και
σαν έβλεπε τις πεταλούδες
κούναγε τα
χέρια του
Μόλις
έπεφτε το σούρουπο
νείρονταν την πεθαμένη μάνα του
κι έκλαιγε απαρηγόρητος
του χωριού μας ο τρελός
μιλούσε
στα νυχτοπούλια
και
στα σκυλιά της γειτονιάς
μιλούσε
στους πεθαμένους του χωριού
που
‘ρχονταν μες τη νύχτα
παρέα
με τα ξωτικά
και τα φαντάσματα του εμφυλίου
Την
πανσέληνο ούρλιαζε σαν τσακάλι
του χωριού μας ο τρελός
Ώσπου
κάποιο βράδυ Αυγουστιάτικο,
τ’
ολόγιομο φεγγάρι τον πήρε από το χέρι
κι έφυγαν για το δικό τους ουρανό
Κι
από τότε στο χάσιμο του φεγγαριού,
του χωριού μας ο τρελός
κατεβαίνει
στις γειτονιές μας και φωνάζει:
«Ρίξτε
λαδάκι στο φεγγάρι χωριανοί,
η νύχτα στον ουρανό είναι μεγάλη!»
1
Μαρτίου 2013
Γιάννης Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου