Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Διψάω απόψε για … γαλάζιο


 Διψάω απόψε για … γαλάζιο
 
Καλπάζει τ’ άλογο ρουθουνίζοντας
Άκου τις οπλές του
                      σπιθίζουν στο πλακόστρωτο
Καλπάζει ο άνεμος χλιμιντρίζοντας
Χορεύει το κορμί
                                    σαν βέργα λυγαριάς
τρέμει στις υποσχέσεις,
                    ανατριχιάζει στην προσμονή
 
Βγες στο παράθυρο
Πιάσε με απ’ το χέρι
                          δύσκολο απόψε το ταξίδι
θα ‘ρθει ένα σύννεφο μαυροφορεμένο
Άκου τη βροχή πως μαστιγώνει το τζάμι
 
Σφίξε με απόψε κοντά σου
                      ζέστανέ με στον κόρφο σου
Ας μαδήσουμε μαζί τις μαργαρίτες
    Όμορφο τ’ απόβραδο της προσμονής
Ας μαστιγώνει το τζάμι η βροχή
Ας καλπάζει το σύννεφο
                                      στις βουνοκορφές
 
Σφίξε με κοντά σου
              Ας βρέχει στα μάτια σου απόψε
Γιατί απέραντο το ταξίδι
                                       μέχρι το σύννεφο
Ατέλειωτο το ταξίδι
                                    μέχρι τα μάτια σου
Όταν μουσκεμένες οι σιωπές
                                 νοτίζουν τα βλέφαρα
Θλιμμένη Παναγιά της προσμονής
                                             και της γλύκας
Εσύ δαμάζεις τον πόνο, εσύ λυτρώνεις
                                              τα ερωτήματα
Σαν ερωτεύομαι τη μοναξιά μου
                     αγάλλομαι στην εικόνα σου
 
Γι’ αυτό δώσε μου απόψε το χέρι σου
Να φύγει το σύννεφο
                                   το μαυροφορεμένο
Διψάω απόψε για το γαλάζιο
                                         των ματιών σου
Διψάω για περιπλανήσεις
στα μονοπάτια τ’ ουρανού σου,                              
                                                χέρι με χέρι 
 
                                     Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Αποχαιρετισμός

 

Αποχαιρετισμός   
 
Η μοίρα μας είναι το φεγγάρι
                  με το παράπονο του Γκιώνη
Η αναπνοή του Γιασεμιού
                     στην απανεμιά της νύχτας
 
Εμένα μου το ψιθύρισε
                το ελάφι του δρυμού
                             πως είσαι μια νεράιδα
Γι αυτό άσε με να φυλάω
                                            την αυλή σου
                      να γίνω της νύχτας ξωτικό
Ατέλειωτες ώρες θα μπορούσα
                        να κάθομαι στη σκιά σου
και μέσα μου το φως να παίζει
                                     με χίλια χρώματα
 
Όμως η ρυτίδα είναι πεπρωμένο
       έρπει αργά στην άκρη των ματιών
Στο κόκκινο πετράδι της καρδιά μου
                    ο αποχαιρετισμός μαχαίρι
κι ο σκύλος με το παράπονο στο μάτι
      να γλύφει στο πόδι την πληγή του
 
Εμένα μου το ψιθύρισε
                               το ορτύκι του αγρού
Να θησαυρίσω, λέει, σπυρί σπυρί
όποιες στιγμές μου χάρισες στο χιόνι,
        στη βροχή και στο φεγγαρόφωτο
και να τις πάρω μαζί μου
                                   στο μεγάλο ταξίδι
φορεμένες κατάσαρκα δίπλα
                 στο φυλακτό της μάνας μου
Και σαν αντιλαλήσει στον κάμπο
                                  η πρώτη τουφεκιά,
εγώ λέει,
       να τις κρατώ σφιχτά στο χέρι μου
για να με προσπεράσει
                              ο μαύρος καβαλάρης    
 
Έτσι ακριβώς αφού
    των ματιών σου ο αποχαιρετισμός
                                                     μαχαίρι,
ο κάμπος είναι η μοίρα μου
Πως αλλιώς αφού μου το ψιθύρισε
                              το ελάφι του δρυμού
πως όσα κι αν θησαύρισα
                     θα μου τα πάρει ο κάμπος;
 
                                  Γιάννης Ποταμιάνος