Βραδινό μινύρισμα
Καθώς
έρχονται ιδέες λαμπηδόνες
να μινυρίζουν
σαν
αποδημητικά πουλιά
του
φθινοπώρου
Εγώ
τις ανεβάζω ψηλά
στη
γωνιά του τοίχου
όπου παλιά κρέμονταν το καντηλάκι
Αυτές
θεωρούν χρέος τους
ν’ αχνοφέγγουν στο σκοτάδι
Να
μου στέλνουν εικόνες
με
γενειοφόρους
απ’ τα
βουνά και τα βιβλία
Όμως
εγώ κοιτάω ψηλά
έξω απ’ το
παράθυρο
το
φεγγάρι να παίζει
με τις κορφές των δένδρων
Αλλά
πίσω απ’ τα δένδρα
ελλοχεύουν αναμμένα κάρβουνα
τα μάτια του αίλουρου
που
ξυπνάνε μέσα μου αρχέγονο θεριό
έτοιμο πάντα να ορμήσει
Αρπάζοντας
ντουφέκι ή βιβλίο
απ’ τη γωνιά του
τοίχου
φυλαγμένο
ψηλά στο εικονοστάσι
όπου
κρέμονται στο καντηλάκι
ιδέες
λαμπηδόνες, αποδημητικές,
που
φεύγουν και ξανάρχονται
και
μινυρίζουν επίμονα παράπονο,
ζηλότυπα
φυλαγμένο
στα όνειρα της
νιότης μου
Όμως
να που ωριμάζουν οι καιροί
οι ιδέες και οι
άνθρωποι
Οι
προσευχές στο εικονοστάσι δεν αρκούν
Γι’
αυτό κάθε βράδυ
ανοίγω στον τοίχο πολεμίστρα
να τουφεκάω το
φεγγάρι
Για
να ουρλιάζει από φόβο
ο αίλουρος ο σαρκοφάγος
που καιροφυλαχτεί στη νύχτα
Μα
το μινύρισμα απ’ το εικονοστάσι
επιμένει να νανουρίζει τα όνειρά μου
Γι
αυτό εσύ ψάξε
τα ματωμένα μου ίχνη στον καιρό
Αυτά
είναι που δείχνουν
τους
πόθους μου, τα πάθη μου
και το
ανάστημά μου
Γιάννης
Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου