Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Κατακερματισμένη σιωπή


Κατακερματισμένη σιωπή  

Κατακερματίζοντας τη σιωπή
                                  ελάλησα λόγο
Οι λέξεις μου πελεκούδια
          της κραυγής του ξυλοκόπου
εκσφενδονίζονται
και τα φωνήεντα ανάερα 
                               να χτίζουν ιαχή

Άλγος αγιάτρευτο 
                                 είναι το χοϊκό
κραυγή
να με τραβάει απ’ το μανίκι
                      σε χθόνιες διαδρομές
κραυγή υπόγεια  
           να πυρπολεί  τη σκέψη μου

Όμως στο άπειρο τ’ ουρανού
                                       αμείλικτος
λοιδορεί την αλαλία
             ο νυχτομάχος αστρονόμος
ψάχνει λουλούδια στο τυχαίο
χτίζει λόγο και ευμορφία
Γι’ αυτό, όσο κι’ αν Ευκλείδειος
                             βαδίζω το χθόνιο
άλλο τόσο, Ριμάνιος     
             μετεωρίζομαι στο ουράνιο  


                            Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Βαθύ γαλάζιο



Βαθύ γαλάζιο 

Δώστε μου ένα κομμάτι ουρανό,
     εμένα ουρανογέννητο μ’ έταξε η ψυχή μου
Αυτή ξέρει, αφού έρχεται
                          από έρημο ξερή και διψασμένη
όπου τα βράδυα κελαηδάει η ερημιά
                  κι ανεβαίνει η μουσική της σ’ άστρα

Δώστε μου ένα κομμάτι με το βαθύ γαλάζιο
                                                                του βυθού
εμένα θαλασσογέννητο μ’ έταξε το κορμί μου
Αυτό ξέρει ν’ αναδύεται ως τον αφρό
κι ακόμα παραέξω ως τα βράχια τα περήφανα
όπου κουρνιάζουν άπιαστα πουλιά
                                           με δυνατές φτερούγες

Δώστε μου ένα κομμάτι χώμα
    ν’ απλώσω ρίζες του βάθους και του ύψους
        για ν’ ατενίζω το απροσμέτρητο μυστήριο
Μα όπου κι αν ριζώσω μετέωρος υπάρχω
                                       σ’ ένα ταξίδι δίχως τέλος
Κι ας επιμένω  να διεκδικώ
                                       μια θέση στο χωρόχρονο
ως στιγμιότυπο, ως μια ψηφίδα της ζωής
Πως αλλιώς
Αφού ταξιδεύει χωρίς τέλος ο χρόνος,
                          ταξίδι δίχως τέλος είναι κι η ζωή

Ίσως απερινόητος κι άνευ διαδοχής
                                           ο αέναος στροβιλισμός
                 και τα συμβάντα απλώς συμβαίνουν
σ’ ένα διαρκές παρών
                                  χωρίς παρελθόν και μέλλον
και μόνο ο Λόγος, ο μέγας αρχειοθέτης
δίνει ονόματα στα αδέσποτα σκυλιά
      που αλυχτάνε στα αλίπεδα του σύμπαντος
 Κι εκείνα κουνώντας την ουρά τους
                              κάθονται πειθήνια ως το πρωί
και μας φυλάνε απ’ την τρέλα που ελλοχεύει
                                                        στο ακατανόητο
Έτσι που ορφανοί από πεπρωμένο
                           να γίνουμε εμείς το πεπρωμένο

Ίσως απερινόητος ο αέναος στροβιλισμός
             και μόνο ο Λόγος, ο μέγας αρχειοθέτης
             να δίνει ονόματα στα αδέσποτα σκυλιά
Γι’ αυτό ακριβώς
Ο Άρης, η Αφροδίτη, ο Ερμής κι ο Κρόνος,
                    Ο Δίας, ο Ουρανός κι ο Ποσειδώνας
Ο Τοξότης, ο Ωρίωνας, ο Αιγόκερος,
                 Η Ανδρομέδα, ο Ηνίοχος κι οι Δίδυμοι
Οι περιπλανώμενοι και μοναχικοί
                                                   παγωμένοι βράχοι
Οι φλεγόμενες βολίδες και τα φωτεινά σμήνη
         να μας γνέφουν από ψηλά μια καληνύχτα

Έτσι που να συγχρωτιζόμαστε με το ανώνυμο
             και να οικειοποιούμαστε το απερινόητο
                                                 ψηφίδα την ψηφίδα
εμείς ο Λόγος, ο μικρός ο μέγας και μοναχικός!

                                                Γιάννης Ποταμιάνος

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Στο λεπίδι της νύχτας


Στο λεπίδι της νύχτας  

Στην πλατιά θάλασσα
                           τα κύματα της απεραντοσύνης
Στην απέραντη έρημο
                                         τα κύματα της μοναξιάς
Και κάπου ανάμεσα ο δρόμος
                                       που ανεβαίνει στ’ άστρα

Κι εσύ ξένος κι ανίσχυρος να ψάχνεις
                                          για κόσμους μυστικούς
      κάπου εκεί ψηλά στα φεγγάρια τ’ ουρανού

Πάει πολύς καιρός που γκρεμίστηκαν οι σκάλες
Πως ν’ ανέβεις τώρα στο υπερώο
                                     στη σοφή μοναξιά
                                         που υπερβαίνει το λόγο;
Πώς να κατέβεις τώρα στο βαθύ πηγάδι;
                            Κόπηκαν τα σχοινιά της ανέμης
Οι πέτρες στα πλευρά του πηγαδιού γλιστράνε
και το χρυσό δαχτυλίδι περιμένει στη λάσπη
                                                                  του βυθού
Πώς να κατέβεις;

Η συμφιλίωση με την απεραντοσύνη
                            στο λεπίδι της νύχτας
                                            γαληνεύει την ύπαρξη
Γι αυτό στάσου μπρος στη θάλασσα
Ίσως κάποιο καράβι
    σε πάρει μακριά, στον ξενιτεμένο εαυτό σου  

                                                 Γιάννης Ποταμιάνος